μητρική   γλώσσα

μητρική   γλώσσα
маjчин  jазик

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • Γκούναρσον, Γκούναρ — (Gunnar Gunnarsson, 1889 – 1974). Ισλανδός συγγραφέας. Θεωρείται, μαζί με τον Λάξνες, η σημαντικότερη προσωπικότητα της σύγχρονης λογοτεχνίας της Ισλανδίας. Αναχώρησε νεότατος από την πατρίδα του και, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι συμπατριώτες… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κανέτι, Ελίας — (Elias Canetti, Ρούσε, Βουλγαρία 1905 – Ζυρίχη 1994). Βρετανός λογοτέχνης, εβραϊκής καταγωγής. Η μητρική του γλώσσα ήταν η λαντίνο, μία αρχαϊκή διάλεκτος των ισπανικών. Το 1911 μετακόμισε στην Αγγλία σε ηλικία μόλις 6 ετών. Το 1924 ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

  • Μεχιτάρ, Πέτρος — (Mechitar Petro, Σεβάστεια 1676 – 1746). Αρμένιος καθολικός λόγιος. Το 1700 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αρμένικη σχολή, εκδιώχθηκε όμως από τον πατριάρχη των Αρμενίων Αβεδίκ, οπότε κατέφυγε στη Μεθώνη, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι Ενετοί. Εκεί,… …   Dictionary of Greek

  • Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… …   Dictionary of Greek

  • Πάρσοι — Όνομα που σήμαινε αρχικά Πέρσες και με το οποίο χαρακτηρίζονται οι απόγονοι της ζωροαστρικής κοινότητας που μετανάστευσαν στην Ινδία, μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, για να μην υποχρεωθούν να ασπαστούν τον ισλαμισμό (7ος – 8ος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”